- καπρίτσιο
- caprice
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καπρίτσιο — καπρίτσιο, το και καπρίτσο, το (λ. ιταλ.). πείσμα, ιδιοτροπία, παραξενιά: Το καμα από καπρίτσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπρίτσιο — (capriccio). Όρος που απαντά στις εικαστικές τέχνες και κυρίως στη μουσική. (Ζωγρ.) Ζωγραφικό και κυρίως χαρακτικό είδος. Άκμασε τον 17ο και τον 18ο αι. και διακρίθηκε για την ελεύθερη φαντασία και την επινοητικότητα που επιδείκνυε. Αν και οι… … Dictionary of Greek
κόνξα — η 1. πείσμα, καπρίτσιο 2. αντίπραξη … Dictionary of Greek
μορμπί — το 1. καπρίτσιο, ζωηρότητα 2. επιθυμία, πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. morbin] … Dictionary of Greek
ροκοκό — Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που αν και συνδεμένη με το μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιο τρόπο το τέλος του. Ο όρος … Dictionary of Greek
ρωπογραφία — Έτσι επικράτησε να λέγεται στα ελληνικά το είδος της ζωγραφικής που στη διεθνή ορολογία έχει το γαλλικό όνομα genre, δηλαδή η ζωγραφική που δεν παίρνει τα θέματά της από τη μυθολογία, την ιστορία ή τη θρησκεία, αλλά από σκηνές της καθημερινής… … Dictionary of Greek
σκέρτσο — (Μουσ.). Όρος, που στην αρχή σήμαινε κάποια ζωηρότητα στην εκτέλεση («scherzando») και κατόπιν (ήδη από το 17o αι.) ένα είδος σύνθεσης, ακόμα και φωνητικής, που απαιτεί δεξιοτεχνία, σχεδόν ανάλογη με το καπρίτσιο. Στη μουσική δωματίου (κυρίως στη … Dictionary of Greek
σχεδίασμα — το, ΝΑ [σχεδιάζω] νεοελλ. σχεδιογράφημα, σχέδιο αρχ. 1. καθετί που έχει λεχθεί, γραφεί ή γίνει χωρίς προηγούμενη προετοιμασία, στα πρόχειρα 2. (κυρίως) αλλόκοτη επιθυμία, παραξενιά, καπρίτσιο … Dictionary of Greek
τοκάτα — Ενόργανη μουσική σύνθεση που χρονολογείται από τα τέλη του 16ου αι. Αρχικά τ. σήμαινε κάθε έργο προορισμένο να παίζεται σε όργανα με πλήκτρα, όπως εκκλησιαστικό όργανο ή τσέμπαλο (toccare = εγγίζω), ενώ καντάτα γενικά σήμαινε κάθε έργο… … Dictionary of Greek
φαντασιοπληξία — η, Ν 1. ενέργεια ή σκέψη φαντασιόπληκτου, φαντασιοκοπία 2. ιδιότροπη εκδήλωση, εκκεντρικότητα, καπρίτσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασιόπληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ι. Ισ. Σκυλίσση] … Dictionary of Greek
Βιετάμπ, Ανρί — (Henri Vieuxtemps, Βερβιέ, Λιέγη 1820 – Μουσταφά, Αλγέρι 1881). Βέλγος συνθέτης και βιολονίστας. Ταλέντο με πρόωρη καλλιτεχνική ανάπτυξη (έπαιζε βιολί στα έξι του χρόνια), το 1828 είχε κιόλας επιβληθεί ως άριστος δεξιοτέχνης. Σε ηλικία 26 ετών,… … Dictionary of Greek